χριστοκάπηλος

χριστοκάπηλος
-ον, Α
εκκλ. αυτός που επιζητεί το κέρδος εμπορευόμενος το όνομα και τη διδασκαλία τού Ιησού Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + κάπηλος «έμπορος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • χριστέμπορος — ον, ΜΑ εκκλ. αυτός που κερδίζει χρήματα εκμεταλλευόμενος το πρόσωπο τού Ιησού Χριστού και τη διδασκαλία του, χριστοκάπηλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + ἔμπορος] …   Dictionary of Greek

  • ՔՐԻՍՏՈՍԱՎԱՃԱՌ — (ի, աց.) NBH 2 1017 Chronological Sequence: 5c ա. χριστοκάπηλος qui christum cauponatur. Վաճառօղ զքրիստոս ըստ օրինակի կրպակաւորաց որպէս յուդայ, սիմոնականք, եւայլն. *Մի՛ լիցուք քրիստոսավաճառք, եւ քրիստոսաշահք. Ածաբ. մկրտ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”